Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ




Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν ( Διονύσιος Σολωμός )


Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.

Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.

Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.

Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.

Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου,
ὅπου ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.

Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.

Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.

Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,

ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοὴ
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή

ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν,
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.

Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια,
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,

μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικὰ
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.

Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.

Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ»,
καὶ τὴ χήτη του τινάζει
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.

Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.

Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.

Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·

καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος,
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.

Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·

σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό,

ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνια κορυφή.

Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου
καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.

Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται
πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.

Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·

ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.

Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.

Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ,
καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.

Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.

Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή·
τὸ τουφέι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
λίγα τὰ αἵματα γιατί;
τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.

Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.

Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.

Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.

Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,

καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·

τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.

Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.

Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά,

καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά,
καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.

Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.

Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν᾿ γοργά.

Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.

Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.

Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει,
φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί.

Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».

Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».

Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.

Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι
φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι
δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·

εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί·

τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ
ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς·
τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς.

Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.

Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πεῖναν καὶ θανατικὸ
ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·

καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.

Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.

Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
ὅπου κάνουνε χορό·

στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.

Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.

Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.

Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό,

«σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»·
καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.

Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.

Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία
ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.

Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.

Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει
σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ·

λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.

Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·

μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς·
«Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».

Αὐτὸς λέγει… «Ἀφοκρασθῆτε
Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·
πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;

»Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὅπου σας ἔχω
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ.

»Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὄρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς,

»καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σῴζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἀνέμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».

Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή;
Ποῖος εἶν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μ᾿ ἐσὲ νὰ μετρηθῆ;

Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.

Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελῴου μὲς στὴ ροή,
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ

ν᾿ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.

Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει,
ὅσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ·

κεφαλὲς ἀπελπισμένες
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.

Σβηέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελῴου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.

Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·

Καὶ ἐκεῖ ποὖναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.

Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένῃ,
καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ᾿ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ
μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ.

Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.

Καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.

Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
ὅπου ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί,

τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός·

ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρών,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,

καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τς ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.


Εἰς αὐτήν, εἶν᾿ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.

Μὲ βρυχίσματα σαλεύει,
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ.

Φαίνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.

Δὲν νικιέσαι, εἶν᾿ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.

Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν᾿ πολλές,
πολεμώντας ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς

μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.

Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σ᾿ ἐπέταξεν ἐκεῖ.

Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τ᾿ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.

Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.

Ὅλοι κλαῦστε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·
κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος
ὡσὰν νἄτανε φονιάς.

Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα
π᾿ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θενὰ ξαναβγῇ

ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.

Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.

Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει…
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.

Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ᾿ ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ:

«Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.

»Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική·
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.

»Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ! τὸν νοῦν σας τυραννεῖ.

»Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.

»Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

»Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,
παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

»Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».

»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα,
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.

»Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε,
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.

»Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.

»Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!…
Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
Βασιλεῖς, κοιτάξτ᾿ ἐδῶ.

»Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.

»Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.

»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῷο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: «Νὰ ῾κδικηθῶ».

»Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.

»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾶ·
δὲν εἶν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.

»Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
Λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λῦστε
ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;

»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό·
Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ».




Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

William Shakespeare

                      φωτο Oly

Δεν έχω θυμό μέσα μου!
Δεν έχω έχθρα για κανέναν!
Όμως μέσα μου κοιμάται μια λύπη!
Πρόσεχε μην μου την ξυπνάς!
Κι η λύπη όταν την ξυπνάς γίνεται θάνατος!
Μην μου ξυπνάς την λύπη μέσα μου.
Άστην να κοιμηθεί, να γαληνέψει και να ξεχαστεί.
Θα θελα να μπορούσα να θυμώσω και να φωνάξω.
Να ξεσπάσω, να κλάψω, να εκδικηθώ.
Μόνο που τίποτα από αυτά δεν θέλω να κάνω.
Το μόνο που θέλω είναι να κοιμίσω την λύπη μου.
Να την κοιμίσω και να την ξεχάσω.
Όπως κάνω ότι ξεχνώ τόσα πράγματα.
Κι ας μην τα ξεχνώ.
Θέλω να περπατήσω και να μυρίσω νυχτολούλουδο.
Να περιπλανηθώ σε δρομάκια άγνωστα.
Θέλω να μετακομίσω σε καινούρια γειτονιά.
Να περπατήσω τους δρόμους της και να ανακαλύψω καινούρια μυστικά.
Τόσα θέλω, μόνο που δεν ξέρω τι μπορώ.
Ή μήπως μπορώ ότι θέλω;
Σε θυμάμαι να μου λες, πως πρέπει στον εχθρό να χαμογελώ, γιατί έτσι τον πανικοβάλλω.
Σου χαμογελώ και σε κοιτώ στα μάτια.
Τώρα πια, ξέρω τα ψέματα πίσω από τις καλά κρυμμένες αλήθειες σου.
Είναι όλα τόσο ξεκάθαρα πια.
Χάθηκε η ομίχλη, διαλύθηκαν τα σύννεφα κι η ομορφιά και η ασχήμια μας κοιτούν κατάματα.
Μην μου ξυπνάς αυτά που αφήνω να κοιμούνται.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ .....

thumbnail1.jpg 
Hταν σ ένα  χαρτί διπλωμένο με επιμέλεια που  δεν ήταν δικό μου .Το κράτησα με περιέργεια και το ξεδίπλωσα αμέσως..Άρχισα να το διαβάζω αργά και με προσοχή, ήταν το ποίημα από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη "Η πληγωμένη Άνοιξη "με τίτλο "Αστεροσκοπείο" που ξεκινούσε ως εξής : 

"Όλη η ομορφιά της Άνοιξης ,ίσως της κάθε προσωπικής Άνοιξης του κάθε ενός ,περικλείεται στους στίχους του Μίλτου Σαχτούρη στο ποίημα του 'Αστεροσκοπείο"
....................................................................................
Διαρρήκτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός
Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια 
με τ  άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ  άλλους πλανήτες το φώς
Να πεθάνουν
Να  κριθεί κάθε άνοιξη  απο τη χαρά της
από  το χρώμα του το  κάθε λουλούδι 
απο το χάδι του το κάθε χέρι
απ  τ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί
................................................................................
 ΥΓ : "Γιατί μόνο εσύ κατανοείς ..."

ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ 
                                         

                                                                      Αφήνομαι στη θλίψη μου
                                                        πνίγομαι στο λυγμό μου
                                                         ψάχνω να βρω τη λύση μου
                                                          στον κόσμο τον δικό μου.

                                                                            
1840442yub07fcrn2.gif        






                                                                                                                                                            

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

148604-ritsos.jpg 
Γιάννης Ρίτσος

Άφησε με να 'ρθω μαζί σου. 
Τι φεγγάρι απόψε ! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου 
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,τόσο αδιάφορη κι αϋλη,τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει -θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία -λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα,τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν' απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες- 8, 16, 32, 64 -κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια,(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια - κακή συνήθεια) - 32, 64 -κ' οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.Λοιπόν, σου 'λεγα για την πολυθρόνα -ξεκοιλιασμένη - φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα -έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,μα που καιρός και λεφτά και διάθεση - τι να πρωτοδιορθώσεις; -έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα τα' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ' Αι Νικόλα,ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων -και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,πυρπολημένη απ' τα' αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα)μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα 'βλεπα)- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,άλλος δε μου 'μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. -Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.Πρέπει πάντα να προσέχεις,να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε.Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ' ανοίξεις.Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ' όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του να απ' τους νεκρούς του να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ' ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ' αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη, πίσω απ' τη σκόνη και τις ραγισματιές,διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο σαν κυκλικό ξυράφι - πώς να το φέρω στα χείλη μου;όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση πως έξω άπ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με την γριά βαριά του αρκούδα με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας -κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,μην ξέροντας για που και γιατί -έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου- δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα, δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνεια -ο δίσκος μου πέφτει απ' τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι και βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,στο βάθος του πνιγμού,κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω - όχι, τα δίνω μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν - πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να 'ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο - τι δυνατό το στήθος σου,τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω- κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ' το τραπέζι μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου - μην κοιτάξεις μέσα,είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει - μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,ακούστε που σας μιλάω - θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος - θα πέσεις, -ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές - δεν τις ακούτε;Βαθύ βαθύ το πέσιμο,βαθύ βαθύ το ανέβασμα,το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του,βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα - ο εξαίσιος ίλιγγος.Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω  δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα 'ρθω. Καληνύχτα.Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι -την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.
Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα 'κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να 'ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)


[youtube=https://youtu.be/kh-1fFAXW8w] 

TA ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

poetry_i.gif 

Με αυτή την εγγραφή ανταποκρίνομαι σε εναγώνιο αίτημα και απορία  του εαυτού μου: Πώς να ξεκινήσω; Τι να διαβάσω; και γνωρίζω  πως πολλοί σαν κι εμένα που αγαπάνε την ποίηση ακόμη δεν καταπιάνονται μαζί της  από τον φόβο πως δεν θα καταφέρουν να την καταλάβουν.Έτσι ψάχνοντας από εδώ και από εκεί έπεσα σε ένα site που δυστυχώς τώρα δεν λειτουργεί που δίνει μερικές οδηγίες για το πως μπορεί να ξεκινήσει κανείς και να κάνει τα  πρώτα βήματα στην απόλαυση της ποίησης.Σας παραθέτω αυτές τις οδηγίες που πιστεύω όσοι είστε αρχάριοι θα τις βρείτε κατατοπιστικές και πολύτιμες.

Οδικός χάρτης για την προσέγγιση της ποίησης:

α) Κατ' αρχάς χρειάζεται ένα θεμελιώδες βοήθημα που θα λύνει με επαρκή μα και εύληπτο τρόπο όλα τα θεωρητικά και αισθητικά προβλήματα που θα εμφανίζονται.
β) Εν συνεχεία επιβάλλεται να μελετήσει ο νεοπροσήλυτος στη μαγεία της ποίησης τους πολύ βασικούς σταθμούς. Μιλώ για τους ποιητές εκείνους που χάραξαν σε κάθε διαφορετική εποχή νέους δρόμους με πρωτοπόρες επιλογές και πειραματισμούς που επιδοκιμάστηκαν από τους ομοτέχνους τους και ακολουθήθηκαν.
γ) Τέλος, θα χρειαστεί να επανέλθει σε κάθε ποιητική σχολή και να διαβάσει τους ποιητές που φωτίστηκαν από τον πρωτοπόρο της σχολής τους και τον ακολούθησαν.
δ) Εκτός λογικής σειράς, γιατί αυτό θα έπρεπε να γίνει πρώτο, θα εντρυφήσει στους μεγάλους Ευρωπαίους ποιητές από τον Μίλτον, τον Μπλέικ κι έπειτα. Έτσι θα αποκτήσει ολοκληρωμένη εποπτεία της ποιητικής περιπέτειας.

Θεμελιώδη εργαλεία και κατευθύνσεις για την προσέγγιση της ποίησης:

α) Το θεμελιώδες βοήθημα που θα πρέπει να γίνει το ευαγγέλιο όποιου αποφασίσει να εισέλθει στους ποιητικούς λειμώνες είναι το βιβλίο της Αγάθης Γεωργιάδου "Η ποιητική περιπέτεια" (εκδ. Μεταίχμιο). Δύσκολα θα βρει κανείς ένα βιβλίο που τόσο ευσύνοπτα θα εισαγάγει τον αναγνώστη της ποίησης στο ποιητικό θαύμα. Δεν μιλώ βεβαίως για τους φιλολόγους, που μπορούν με αυτό το εργαλείο να εξοικονομήσουν πολλά πολλά χρήματα.
β) Πολύ βασικοί σταθμοί της νεοελληνικής ποίησης:
1.1 Διονύσιος ΣολωμόςΕλεύθεροι Πολιορκημένοι, Πόρφυρας
1.2 Ανδρέας Κάλβος: Ωδές (από τις 20 ωδές διαλέξτε για πρώτη επαφή 3-4)
2.1 Κωστής Παλαμάς: Η Φλογέρα του Βασιλιά (εκδ. Μπίρη, τα Άπαντα)
3.1 Κωνσταντίνος Καβάφης: Άπαντα (τα 154 ποιήματά του) (εκδ. Ίκαρος)
3.2 Μιλτιάδης Μαλακάσης: Συντρίμματα (εκδ. Πατάκη, Τα ποιήματα)
4.1 Άγγελος Σικελιανός: (από την ανθολογία)
4.2 Κώστας Βάρναλης: Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι
4.3 Λάμπρος Πορφύρας: (από την ανθολογία)
4.4 Κώστας Καρυωτάκης: Τα Ποιήματα ( 1913 -1928 ), Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
5.1 Γιώργος Σεφέρης: Τα ποιήματα (εκδ. Ίκαρος)
5.2 Οδυσσέας Ελύτης: Προσανατολισμοί, Άξιον εστί (για αρχή μόνο)
5.3 Γιάννης Ρίτσος: Τέταρτη διάσταση, Επιτάφιος, Ρωμιοσύνη (για αρχή μόνο)
5.4 Ανδρέας Εμπειρίκος:  (από την ανθολογία)
5.5 Νίκος Εγγονόπουλος: Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (Ίκαρος)
6.1 Μανόλης Αναγνωστάκης: Τα ποιήματα
6.2 Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση (3 τόμοι) (εκδ. Κέδρος)
6.3 Τίτος Πατρίκιος: Ποιήματα (4 τόμοι) (εκδ. Κέδρος)
6.4 Τάκης Σινόπουλος: Συλλογή (2 τόμοι) (εκδ. Ερμής)
6.5 Νίκος Καρούζος: Τα ποιήματα (2 τόμοι) (εκδ. Ίκαρος)
6.6 Άρης Αλεξάνδρου: Ποιήματα 1941-1974 (εκδ. Ύψιλον)
6.7 Μίλτος Σαχτούρης: Ποιήματα (3 τόμοι) (εκδ. Κέδρος)
6.8 Κώστας Μόντης: Ποίηση (3 τόμοι) (εκδ. Ίδρυμα Λεβέντη)
6.9 Γιώργης Παυλόπουλος: Ποιήματα 1943-1997 (εκδ. Νεφέλη)
6.10 Κική Δημουλά: Ποιήματα (εκδ. Ίκαρος)
6.11 Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ποιήματα (εκδ. Ιανός)
6.12 Έκτωρ Κακναβάτος: Ποιήματα (2 τόμοι) (εκδ. Άγρα)
6.13 Νάνος Βαλαωρίτης: Ποιήματα (2 τόμοι) (εκδ. Ύψιλον)
7.1 Μιχάλης Γκανάς: Γυάλινα Γιάννενα (εκδ. Καστανιώτης)
7.2 Λευτέρης Πούλιος: Ποιήματα Επιλογή 1969-1978 (εκδ. Κέδρος)
7.3 Νάσος Βαγενάς: Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα (εκδ. Κέδρος)
7.4 Χριστόφορος Λιοντάκης: Στο τέρμα της πλάνης (εκδ. Καστανιώτης)
7.5 Γιώργος Χρονάς: Τα ποιήματα 1973 - 2008 (εκδ. Οδός Πανός-Σιγαρέτα)

Για την εύρεση ποιημάτων ποιητών που προτείνεται από ανθολογία υπάρχει η πιο σημαντική ανθολογία της ελληνικής ποίησης που είναι: Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία - Γραμματολογία. 1977-2002. 6 τόμ. Αθήνα: Σοκόλης. Από αυτήν μπορεί κανείς να πάρει έναν μεμονωμένο τόμο. Ψάξτε το έργο και θα εντυπωσιαστείτε από την ποιότητά του. Ακριβό αλλά πολύτιμο.
Κλείνω το σημείωμα αυτό λέγοντας πως μπορεί κάποιος να αρχίσει επιλέγοντας έναν συγγραφέα από κάθε αρχικό αριθμό. π.χ. 1. Σολωμός, 2. Παλαμάς, 3. Καβάφης, 4. Καρυωτάκης, 5. Σεφέρης, 6. Αναγνωστάκης ή Δημουλά, 7. Γκανάς και αφού γνωρίσει αυτούς, να ξανακάνει τη διαδρομή από την ομάδα 1 προς την ομάδα 7.
Τελειώνοντας θέλω να ευχηθώ καλά ταξίδια και ευχάριστες διαδρομές σε όσους αποφασίσουν να εντρυφήσουν στην ποίηση ξεκινώντας με Έλληνες ποιητές που προτείνονται παραπάνω.                     
(  ΠΗΓΗ :  http://lgtxnia-a-lyk.blogspot.gr  )

ΑΤΙΤΛΟ

AVATAR AND NICK NAME
A.gif 

Καλησπέρα φιλοι μου .Το τελευταιο διαστημα ειχα μια δυσκολία  στο nick name και το avatar  που θα εμφανίζονται στο blog μου και τελικα  κατεληξα επιτελους κατοπιν ωριμου σκεψεως στην κοπελα με το κοκκινο φορεμα,διοτι σκεφτηκα οτι δεν θα σας ειναι ευχαριστο να βλεπετε την ωραια μου φατσα την εκτος συναγωνισμου  :P   . Οσον αφορα το nick name ειπα να σας υποβαλλω στη βασανο της ψηφοφοριας ,αλλα τελικως απεφευχθη και  αυτο και  θυμήθηκα φίλοι μου αυτό το ποιηματάκι του Έλιοτ σε μετάφραση που ταιριαζει κουτι στον προβληματισμο μου .
H γενικη φιλοσοφια του χαριτωμενου ποιηματος παταει στη δοξασια που υπαρχει οτι οι γατες που ανηκουν στις μαγισσες εχουν συνηθως 2 ονοματα ,το γνωστο και ενα ακομα που το γνωριζει μονο η αφεντρα της ,ετσι λενε αποφευγεται ο κινδυνος να υποστουν κακοβουλη επιθεση απο αλλες μαγισσες  :P   ....σας το προσφέρω  :) 
olimbia9.gif 

Το να βαφτίζεις τα γατιά, έχει μια δυσκολία ...
δεν είναι επιπόλαιη κι ανάλαφρη ασχολία 
καθόλου δεν τρελάθηκα και δεν το λέω αστεία: 
κάθε μια γάτα , ονόματα πρέπει να έχει τρία! 
ένα να τη φωνάζουμε στην οικογένειά της
ας πούμε, βίκτωρ, αύγουστος, τζωρτζίνα, ιπποκράτης 
ας πούμε μέρλιν, τζόναθαν, αλόνζο, μανταλένα 
καθημερινά ονόματα, καλά, συνηθισμένα. 
Nα βρείτε ωραιότερα υπάρχουν ευκαιρίες 
ονόματα για τζέντλεμεν και άλλα για κυρίες 
ας πούμε, πλάτων , άδμητος, ηλέκτρα, ευρυάλη 
μα όλα αυτά είναι κοινά και θα τα έχουν κι άλλοι. 
Mια γάτα όμως, να ξέρετε, θέλει και το δικό της 
το δεύτερό της τ' όνομα να ν 'αποκλειστικό της! 
για να μπορεί αφ' υψηλού τον κόσμο να κοιτάει 
και την ουρά της πάντοτε ψηλά να την κρατάει. 
Πρέπει να είναι όνομα μονάχα για μια γάτα: 
χουρχούρης, για παράδειγμα, γλείψος, χνουδοπατάτα 
κι άλλα πολλά τέτοιας λογής μπορώ να αναφέρω: 
μπομπαλουρίνα, πιρπιρής, φρουφρου, τρελοκαμπέρω.
Πέρα όμως απ' αυτά τα δυο, υπάρχει κι ένα άλλο 
τ΄ όνομα το μοναδικό, το τρίτο, το μεγάλο 
το όνομα το μυστικό, που άνθρωπος δεν ξέρει 
και γάτα σ' άνθρωπο μπροστά ποτέ δεν αναφέρει.
όταν σε διαλογισμό λοιπόν μια γάτα δείτε πάντα 
ο λόγος είν' αυτός και να το θυμηθείτε: 
σ' απύθμενους συλλογισμούς βρίσκεται βυθισμένη
για τ' όνομα το άρρητο το αρρητορητονιάρρητο
το όνομά της το κρυφό σκέφτεται μαγεμένη ...( T. S. Eliot ;μετάφραση  Γιάννης Η.Παππάς )



[youtube=https://youtu.be/smlk1cuUi7c] 

E-ΛΕΥ-ΘΕ-ΡΙ-Α


Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι' αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι' αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές ? )
την ίδια.
Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ' τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο τού διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ' τις πέτρες
όλες τις νύχτες
μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ' αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο
ε-λευ-θε-ρί-α.
(Γ.Ριτσος)

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ( Κ.Δημουλά

gustav-klimt-the-kiss-detail_b.jpg
 ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΚΛΙΜΤ (1862-1918 )  -  ΤΟ ΦΙΛΙ (λεπτομέρεια)

Κάθε φιλί που δίνεται, μα κάθε ανεξαιρέτως
ένα τοις εκατό αποτελείται
από αιωνιότητα
κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο
να 'ναι το τελευταίο.
Αλλά και τελευταίο
ακόμα πιο φιλί θα λέγεται
όσο καιρό τουλάχιστον
θα το τραβολογάνε
η μνήμη από τη μια μεριά
η λήθη από την άλλη
η καθεμιά δικό της θεωρώντας το
ώσπου ο δίκαιος Σολομών
για να φανεί ποιανής δικό της είναι
στη μέση θ' απειλήσει να το κόψει
μισό να πάρει η μια μισό η άλλη
κι όποια απ' τις δυο κάθε φορά
-ποτέ δεν είναι η ίδια-
ουρλιάξει μη.
Κάθε φιλί
αποτελείται εξολοκλήρου από τον κίνδυνο
να 'ναι το τελευταίο.
Διαρκές είναι μόνο
εκείνο το φιλί που ουδέποτε εδόθη.
Σοφές, ειρηνικά το νέμονται
η αναμονή και η παραίτηση
άνθη αντίπαλα οι δυο τους
σε κοινό συμβιβασμένο ανθοδοχείο
κενοτάφιο στολίζουν.
(Κ.Δημουλά από τη συλλογή της «Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως»)

ΜΑΡΑΜΠΟΥ



Κάθε φορά όταν ο καιρός αλλάζει   η θάλασσα αγριεύει  και γίνεται φίλη μου
τότε θυμάμαι τον Καββαδία  που στις μοναχικές μου βόλτες στο νησί 
τον συναντούσα στην πετρωμένη του μορφή  κάτω στο μουράγιο
ακούγοντας τα κύματα της θάλασσας να μουρμουρίζουν τους στίχους του 
στίχοι - ψυχογράφημα που με συγκλόνισαν όταν τους πρωτοδιάβασα :

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω ...

(Νίκος Καββαδίας)

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΡΠΑΝΕ ΤΟ ΦΑΙ ΑΠ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ....

exo_659_355.jpg 
"Αυτοί που αρπάνε το φαί απ' το τραπέζι, κηρύχνουν την λιτότητα"


Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής

Πώς ν' αναρωτηθούν πού 'θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά'χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους

Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι'αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν

Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ' αυτές θα σφραγιστεί
Μ' έναν σταυρό

Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι'αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ' το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα'ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ' την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους

Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί

Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το΄χε γράψει
Έπεσε κι όλας

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε
Να ο δρόμος για το μνήμα

Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ' αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ' την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο

Σαν θα'ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός

Νύχτα
Τ'ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά

Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό

Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ' τον άνεμο
Κι απ' τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο

Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται


Μπέρτολντ Μπρεχτ- "Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου"
(Ποιήματα του Σβέντμποργκ, 1939)