Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθι Gloworm. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθι Gloworm. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ

DSC7732-karavakia-231753-copy.jpg

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρο και όμορφο κάτασπρο καραβάκι ,τόσο όμορφο που το θαύμαζαν τα κύματα ,το θαύμαζαν οι γλάροι ,το θαύμαζαν ακόμα και τα ψαράκια που ζούσαν στη θάλασσα των καραβιών.Το μικρό μας καραβάκι συχνά ονειρευόταν μέρη μακρινά από ιστορίες που είχε ακούσει να διηγούνται φλύαροι και επηρμένοι ναυτικοί όταν ήταν ακόμα δεμένο στο λιμάνι και περίμενε με λαχτάρα να έρθει κάποτε και ο καιρός του να σαλπάρει. Ονειρευόταν λοιπόν πως θα έβγαινε αγέρωχα στα ανοιχτά και πως θα χάραζε τη ρότα του σύμφωνα με τις μετρήσεις από τα όργανα πλοήγησης που διέθετε ,έχοντας ορθάνοιχτα και απλωμένα τα κάτασπρα πανιά του. Ήταν δε τόσο χαρούμενο που ήταν τόσο  πολύ καλά εξοπλισμένο και θα μπορούσε να ταξιδεύει με όλους τους καιρούς .

Στο ίδιο λιμάνι ήταν δεμένο κι ένα καραβάκι βαμμένο μολυβί στο χρώμα της νύχτας που ήταν πολύ ζωηρό και όλο φώναζε και μιλούσε δυνατά για να προκαλέσει το ενδιαφέρον λέγοντας πως είχε την ικανότητα να φτάσει στα πιο μακρινά μέρη χωρίς πανιά ,πυξίδα ,τιμόνι και χωρίς καν να διαβάζει τα αστέρια του ουρανού. Θεωρούσε δε πως ήταν άξιο να πλεύσει με μόνο εξοπλισμό την φαντασία του καθώς και την μεγάλη όρεξη που είχε για να κάνει τα μεγαλύτερα και πιο ριψοκίνδυνα ταξίδια .Έτσι μια μέρα που η θάλασσα ήταν αγριεμένη ,έσπασε το σάπιο κάβο του απ την αλμύρα της θαλασσας  και βγήκε στα ανοιχτά .

Στην αρχή το ταξίδι το συνεπήρε ,η αύρα της θάλασσας το έκανε ακόμα πιο ζωηρό και έτσι άρχισε να τραγουδά χαρωπά σκίζοντας περήφανα τα κύματα που όμως δυστυχώς ώρα με την ώρα δυνάμωναν χωρίς όμως εκείνο να φαίνεται ανησυχεί σοβαρά. Δεν ήξερε που πήγαινε , ήταν ένα επιπόλαιο καραβάκι που έβγαινε με όλους τους καιρούς αψηφώντας τους κινδύνους και χωρίς να έχει όσα εφόδια του χρειάζονταν για να πλεύσει με ασφάλεια . Ξαφνικά και κατά μεσής του πελάγου ήρθε ένα μεγάλο κύμα που έσκασε επάνω του και κόντεψε να το τουμπάρει .Εκείνο πάλι δεν ανησύχησε σοβαρά και συνέχισε το ταξίδι του σφυρίζοντας και τραγουδώντας αμέριμνο .Όμως η θάλασσα αγρίευε και άρχισε πλέον να λυσσομανά επάνω του με μεγάλη δύναμη και αγριότητα .Τα κύματα τώρα έγιναν τεράστια και κόντευαν να το καταπιούν ,έπλεε ακυβέρνητο και άρχισε φοβισμένο να φωνάζει σε βοήθεια ,αλλά ποιος θα το άκουγε με τέτοια φουρτούνα ? Να όμως που το άσπρο μας καραβάκι που ήταν στο λιμάνι δεμένο και περίμενε να κοπάσει ο καιρός για να σαλπάρει άκουσε τις απελπισμένες κραυγές του και ξεκίνησε να πάει να το βοηθήσει .Έβαλε μπρος τις δύο γερές του μηχανές σήκωσε και τα πανιά ,μάζεψε την άγκυρα του και με τη βοήθεια της πλοήγησης από τα μηχανήματα που διέθετε σύντομα βρέθηκε δίπλα στο φίλο του που κινδύνευε .

-Εεεε του φώναξε, στρίψε το τιμόνι δεξιά κόντρα στο κύμα κι εγώ θα σε πλευρίσω με προσοχή να έρθω να σε τραβήξωωω .

-Δεν έχω τιμόνι και σκοινιά ,απάντησε εκείνο έντρομο και παραλυμένο από το φόβο.

-Έχω εγώ μην ανησυχείς , έρχομαιιιι .... απάντησε το λευκό καραβάκι .

Έτσι και έγινε ,το λευκό καραβάκι πλησίασε με προσοχή ,του έριξε τα σχοινιά του και το ρυμούλκησε με ασφάλεια μέσα στο λιμανάκι .Πέρασε πολύ ώρα να συνέλθει το ζωηρό γκρίζο μας καραβάκι ,έτρεμε και τουρτούριζε,ενώ ο φίλος του ο καλός το άσπρο μας το καραβάκι είχε δέσει πλάι του και προσπαθούσε να το συνεφέρει με γλυκόλογα συμπόνοιας και ενθάρρυνσης.

Γιατί δεν φτάνει μόνο να θέλεις, πρέπει και να μπορείς κι αν δεν μπορείς προσπάθησε τουλάχιστον να γίνεις αυτός που πρέπει για να φθάσεις εκεί που θέλεις .

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

MIA ΚΟΥΝΙΑ ΜΑΓΙΚΗ


- Πατέρα τι κάνεις εκεί ; τι μαστορεύεις πάλι ; .Ρώτησε και τα μεγάλα παιδικά της μάτια προσπαθούσαν γεμάτα απορία να μαντέψουν τι κατασκεύαζε τόση ώρα ο πατέρας  σκυμμένος πάνω σε μια   σανίδα που την είχε κόψει και προσπαθούσε να την λειάνει .
Ήταν ήδη  προχωρημένη Άνοιξη κοντά στο Πάσχα ,ο βαρύς χειμώνας είχε αποχωρίσει , τα δένδρα ήσαν κατάφορτα από άνθη και ο τόπος μοσχομύριζε γλυκά .Τα πρώτα χελιδόνια έφτιαχναν τις φωλιές τους στους τοίχους και κάτω από τις στέγες των σπιτιών  και τα παιδιά χαιρόταν γιατί πλησίαζε το Πάσχα που ήταν η χαρά της παιδικής τους ηλικίας .Μόλις άρχιζαν οι δεκαπενθήμερες διακοπές θα τους αγόραζαν καινούρια ρούχα και παπούτσια ,λαμπάδες και πασχαλινά σοκολατένια αυγά και λαγουδάκια και η μαμά θα έβαφε τα κόκκινα αυγά , θα έπλαθε τα αφράτα της τσουρέκια και όλη η γειτονιά θα μοσχομύριζε ,θα έτρωγαν αυτά ,θα έτρωγε ο ουρανός θα έτρωγε και  η ψυχή τους .
Εκείνες τις μέρες θα άρχιζαν και οι ετοιμασίες στον κήπο .Ο πατέρας θα έσκαβε και θα αφράτευε το χώμα που το είχαν σκληρύνει οι παγωνιές και θα το ετοίμαζε για να δεχθεί τα νέα φυτά  . Μόλις τέλειωνε με τα σκαψίματα θα φύτευε μαρούλια και ντοματιές ,πιπεριές και αγγουράκια και όλα τα εποχικά ζαρζαβατικά της άνοιξης και του καλοκαιριού, .
Όμως τώρα κάτι νέο ετοίμαζε ,κάτι που δεν το είχε ξαναδεί .Προσπαθούσε να μαντέψει ,τον ρώτησε τον ξαναρώτησε μα απόκριση δεν πήρε .Μονάχα χαμογελούσε καλοκάγαθα και που και που την χάιδευε με το βλέμμα του κάθε που πλησίαζε να ρίξει μια κλεφτή ματιά .
-Μα θα μου πεις επιτελούς τι φιάχνεις εκεί ; Toν ρώτησε και πάλι .
-Πήγαινε να παίξεις και όταν θα σε φωνάξω  έλα  και θα καταλάβεις ! της αποκρίθηκε .
Έτσι και έκανε .Πήγε βαριεστημένα να παίξει πιο κει και περίμενε να την φωνάξει. Κάποια στιγμή μετά από ώρα την κάλεσε να πάει κοντά .Ήδη είχε πετάξει τα δυο σχοινιά πάνω στο πιο γερο κλαδί της τεράστιας βερικοκιάς και προσπαθούσε να στερεώσει επάνω τους την σανίδα .
-Κατάλαβες τώρα ; την ρώτησε γελώντας !
-Με μιας το πρόσωπο της φωτίστηκε ,χτύπησε τα χεράκια της με χαρά και φώναξε : ωωωω μπαμπά ! μια κούνια ! τι όμορφη που είναι ! μπαμπά σ ευχαριστώ !
Εκείνο το απόγευμα ήταν ένα από  τα πιο ευτυχισμένα της παιδικής της ηλικίας ,αλλά και αργότερα γιατί γέμισε τις μέρες της με χαρούμενες στιγμές ανέμελου παιχνιδιού και ώρες ξέγνοιαστες και ευτυχισμένες με ένα παιχνίδι φτιαγμένο απ τα ευλογημένα χέρια του πατέρα της. 
Ανέβαινε στην κούνια και  έτσι όπως πήγαινε πολύ ψηλά άγγιζε τα σύννεφα και γη και ουρανός γινόταν το ένα κι αυτή σκαρφάλωνε στις ράχες των πουλιών  και πετούσε μαζί τους και έκανε ταξίδια  σε μια χώρα που ποτέ δεν μπόρεσε κανείς να δει , ούτε  να φτάσει μα ούτε και να περιγράψει και ήταν τόσο έντονη η χαρά και η συγκίνηση που τώρα ακόμα αναπολώντας εκείνες τις  μέρες τις μακρινές θυμάται με σιγουριά πως πράγματι βρέθηκε και έζησε κάποτε εκεί .

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

H AΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΜΑ




Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν στην ίδια πόλη ,στην ίδια γειτονιά η Αλήθεια και το Ψέμα .Η Αλήθεια είχε ένα μεγάλο και ευρύχωρο σπίτι με μεγάλα και ανοιχτά παράθυρα που άφηναν το φως του ήλιου να το διαπερνά και να το θερμαίνει όλες τις εποχές του χρόνου .Ο κήπος της ήταν πάντα γεμάτος όμορφα λουλούδια και δένδρα, που έφτιαχναν γλυκούς καρπούς έτοιμους να τους δοκιμάσει ο κάθε ένας που θα διάβαινε την πόρτα της και το τραπέζι ήταν πάντα στρωμένο με δεκάδες εδέσματα και γλυκίσματα φτιαγμένα με μεράκι και αγάπη για όποιον ήθελε να τα γευτεί .Παρ όλα αυτά η Αλήθεια δεν είχε πολλούς φίλους ,το ζεστό και φιλόξενο σπίτι της δεν ήταν αρκετό για να τραβήξει τους επισκέπτες.Η Αλήθεια έκανε παρέα μόνο με την Ειλικρίνεια .Ήσαν αγαπημένες φίλες και κάθε μέρα χρόνια τώρα, έπιναν αντικριστά το τσάι τους χαμογελώντας η μια στην άλλη ,κάνοντας όνειρα πως κάποτε θα γίνει αγαπητή και θα γεμίσει το σπίτι της από κόσμο που θα έρχεται να την επισκεφθεί και να δεχθεί τις σοφές συμβουλές της.
Το Ψέμα αντίθετα είχε μικρο και θλιβερό σπίτι με μικρά παράθυρα ερμητικά κλειστά και σκούρα τζάμια που εμπόδιζαν το φως να εισέλθει και το κρατούσε κρύο ,παγωμένο και σκοτεινό ,γι αυτό και έμοιαζε απίστευτα αφιλόξενο. Και όμως δεν του έλειπαν οι φίλοι καθημερινά .Το Ψέμα δεν άδειαζε από τους επισκέπτες ,κόσμος πολύς πήγαινε και ερχόταν και ζητούσε τις ιδέες του και εκείνο με καμάρι επαίρονταν για την εξυπνάδα που είχε να καθοδηγεί τους φίλους του .Έτσι σε λίγο καιρό η πόλη γέμισε με ανθρώπους που καθοδηγούμενοι από το Ψέμα έγιναν και εκείνοι ψεύτικοι σαν και αυτό και ήρθαν και άλλοι και έγιναν κι εκείνοι το ίδιο και γέμισε ο κόσμος όλος ψέματα. Έπαιζαν και διάφορα παιχνίδια όλοι μαζί και τα αγαπημένα τους ήταν το "σκοτεινό δωμάτιο" ,η "κρεμάλα ", η "τυφλόμυγα " το "κλέφτες και αστυνόμοι ","το σπασμένο τηλέφωνο" και το "μάντεψε ποιος ".Πολλοί που έπαιζαν αυτά τα παιχνίδια παρ όλο που τσακίζονταν, μάτωναν και πονούσαν ,τα έβρισκαν διασκεδαστικά και εθιστικά και ήταν δύσκολο να τα αποχωριστούν.Όμως με τόσο κόσμο μέσα στο ίδιο του το σπίτι το Ψέμα άρχισε να ασφυκτιά να νοιώθει άβολα ,πιεστικά και βασανιστικά ,δεν μπορούσε να ανασάνει και επιπλέον ένοιωθε άρρωστα και καταθλιπτικά και γεμάτο τύψεις για την ζωή που είχε διαλέξει.
Ενώ η Αλήθεια παρέα με την Ειλικρίνεια παρ ότι έμειναν για πάντα ολομόναχες, γι αυτό σπάνιες και ακριβοθώρητες εν τούτοις όποιος είχε τη σοφία να διαβεί την πόρτα του σπιτιού της ένοιωθε τη γλυκιά θαλπωρή και ζεστασιά που πρόσφεραν απλόχερα .Οι δυο φιλενάδες ήσαν ευτυχισμένες ,ήρεμες και χαρωπές απαλλαγμένες από θορύβους και ενοχλήσεις ανόητων ανθρώπων .Γι αυτό από τότε λένε πως η Αλήθεια είναι μια ,μοναδική και λάμπει ,ενώ τα ψέματα πολλά ,ανούσια και οδυνηρά.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ


Μια φορά κι ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό όμορφο σπιτάκι δύο αδελφάκια που ήσαν χαρούμενα και ευτυχισμένα γιατί είχαν τους γονείς τους και μια αυλή να παίζουν και να μοιράζονται τα παιχνίδια τους με αγαπημένους  φίλους .Οταν λοιπόν ερχόταν η Άνοιξη ο κήπος τους γέμιζε με πολλά  όμορφα λουλούδια και πλημμύριζε με χρώματα και αρώματα ενώ στη μέση της αυλής υπήρχε κι ένα θεόρατο δένδρο που έδινε τη σκιά του τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού και  χάριζε την ομορφιά του κάθε φορά  που γέμιζε με όμορφα λουλουδάκια  και αργότερα τα έδενε σε νόστιμους καρπούς  .
Εκείνη όμως την Άνοιξη το δένδρο στη μέση του κήπου έμοιαζε να έχει ξεραθεί και μάταια το περίμεναν να γεμίσει με φρέσκα φυλλαράκια και να ανθίσει όπως κάθε χρονιά .Ο βαρύς χειμώνας  και η παγωνιά που έστειλε η νεράιδα του χιονιού είχε κάψει και είχε ξεράνει όχι μόνο το δένδρο αλλά και όλα τα λουλούδια της αυλής .Η Άνοιξη είχε φθάσει όμως  η αυλή ήταν γκρίζα και καταθλιπτική,το ίδιο και τα παιδάκια,,το ίδιο και οι μέλισσες ,το ίδιο και οι πεταλούδες ,το ίδιο και τα πουλάκια ,το ίδιο και η νεράιδα των λουλουδιών που περίμενε πως και πως την ώρα αυτή να σκορπιστεί παντού όλη η ομορφιά της.Στεναχωρημένη και χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει πήγε στον φίλο της τον άνεμο και τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει.
"Άνεμε  καλέ μου φίλε φύσηξε πάνω στη γη και μάζεψε όλους τους σπόρους των λουλουδιών και σκόρπισε τους παντού να γεμίσει όλη πλάση ομορφιά "
"Ευχαρίστως καλή μου νεράιδα " είπε ο άνεμος γελώντας που φύσηξε δυνατά και μάζεψε όλους τους σπόρους και τους έφερε από τα πέρατα της οικουμένης ,σκορπώντας τους πιο όμορφους στην αυλή των δυο παιδιών.
Έπειτα η νεράιδα μας που ήξερε καλά τα μυστικά της μητέρας της φύσης ,πέταξε στον αέρα ψηλά  πήγε κοντά στα σύννεφα και  τα παρακάλεσε να γίνουν.βροχή .
"Ελάτε καλά μου σύννεφα ,γίνετε βροχούλα και δώστε τη δροσιά σας στη γη να ανθίσει και να καρποφορήσει ! "
"Τώρα είμαστε έτοιμα να γίνουμε βροχή  ο δρόμος μας είναι ένας αέναος κύκλος και η αποστολή μας να ενώνουμε  γη με ουρανό"  
είπαν τα σύννεφα και αμέσως έγιναν μια  σιγανή βροχούλα που κύλισε στο χώμα ,άγγιξε τους σπόρους και εκείνοι βλάστησαν και έτσι σε λίγες μέρες όλη η πλάση γέμισε και πάλι με όμορφα λουλούδια ,όπως και η αυλή των δυο παιδιών που το χαμόγελο  άνθισε ξανά  στα χείλη τους  και έτσι συνέχισαν τα παιχνίδια τους κάτω από ένα καινούριο όμορφο δένδρο που πέταξε φύλλα και λουλούδια και πάλι στη μέση του ευλογημένου κήπου .Ολοι τώρα ήσαν χαρούμενοι ,τα παιδιά ,οι μέλισσες ,οι πεταλούδες ,τα πουλάκια και όλα τα μικρά πλασματάκια που ζούσαν εκεί μαζί και η νεράιδα των λουλουδιών που πετούσε χαρούμενη ,ευτυχισμένη και γελαστή ανάμεσα τους .
Και έτσι λοιπόν ζήσανε αυτοί καλά και όλοι όσοι έχουν ένα ανθισμένο κήπο για να φροντίζουν πολύ πολύ καλύτεραααααα !!!! :)

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Η ΕΚΔΡΟΜΗ




Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια ωραία παρέα .Η όμορφη αυτή παρέα μαζεύτηκε μια μέρα και αποφάσισε να παει μια εκδρομή .Καθίσαν λοιπόν από την προηγουμένη να σκεφθούν που ήθελαν να πάνε και έτσι ο καθένας άρχισε να λέει τη γνώμη του.
-ΕΓΩ θέλω να πάμε σε βουνό ! πετάχτηκε βιαστικά ο πρώτος ,που πάντα έδειχνε αρχηγικές τάσεις και ήθελε να αρχίζει πάντα εκείνος την κουβέντα.
-Και γιατί να πάμε σε βουνό ? ακόμα είναι Χειμώνας και στα βουνά έχει χιόνια και κρύο ,ΕΓΩ λέω να πάμε κάπου που να έχει ήλιο και ζέστη.Αντιπρότεινε ο δεύτερος που ήταν πνεύμα αντιλογίας.
-Αποκλείεται συνέχισε ένας τρίτος που νόμιζε πως ήταν έξυπνος,ΕΓΩ λέω να πάμε σε νησί που θα χει αέρα και θάλασσα.
-Με την καμία ,απάντησε ο τέταρτος της παρέας που ήταν ο ευαίσθητος ,η θάλασσα με ζαλίζει και μου φέρνει ναυτία, ΕΓΩ θέλω να πάμε κάπου στη στεριά αλλά να μην έχει πολύ ήλιο γιατί με καίει.
-Μα τι λέτε ? στη στεριά ? δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον ,το διάστημα είναι ποιο ανοιχτό και προκλητικό ΕΓΩ ,λέω να απολαύσουμε ένα διαστημικό ταξίδι να δούμε και τη γη από ψηλά ! Αντιπρότεινε ο ονειροπόλος.
-Δεν είσαι καθόλου σοβαρός ! πετάχτηκε ο έκτος της παρέας που υπολόγιζε το χρήμα. ,τα διάστημικα ταξίδια στοιχίζουν και εν μέσω οικονομικής κρίσης που θα βρούμε τα χρήματα ? ΕΓΩ λέω να είμαστε πιο προσγειωμένοι .
-Εντάξει ,σας έχω τη λύση ! ΕΓΩ προτείνω να πάμε σε μια λίμνη που είναι ήσυχα και ειδυλλιακά και μπορούμε και να ψαρεύουμε ! φώναξε ο ρομαντικός.
-Ναι αλλά δεν έχουμε βάρκα , κουπιά και δίχτυα και δεν ξέρουμε να ψαρεύουμε ,ΕΓΩ θέλω κάτι πιο ενδιαφέρον και δραστήριο , ας πούμε να πάμε να κάνουμε ραφτιγκ σε ποτάμι ή αναρρίχηση στα βράχια ,απάντησε ο ριψοκίνδυνος .
-Ωωω όχι ! αναφώνησε έντρομος κάποιος άλλος που ήταν και ο φοβιτσιάρης ,δεν έχουμε τον κατάλληλο εξοπλισμό , ΕΓΩ λέω να κάνουμε κάτι πιο απλό και λιγότερο επικίνδυνο ,όπως να δούμε κανένα μουσείο ή να επισκεφθούμε κάποιο μοναστήρι .
Αφού είχαν εξαντληθεί και είχαν πέσει στο τραπέζι όλες οι γνώμες ,τότε πήρε το λόγο ο τελευταίος που άρπαξε την ευκαιρία και φάνηκε και ο πιο πειστικός τόσο από τον τόνο της φωνής του ,όσο με την διπλωματία του και με την πονηριά του.
-Εντάξει λοιπόν εφόσον δεν συμφωνούμε και δεν μπορούμε να χαράξουμε μια κοινή διαδρομή και να αποφασίσουμε για το που θέλουμε να πάμε, ΕΓΩ λέω να καθίσουμε ήσυχα,ήσυχα στα σπίτια μας που είναι πιο σίγουρο, πιο ακίνδυνο, πιο ασφαλές ,δεν στοιχίζει ,δεν ενοχλεί και δεν επηρεάζει την βολή κανενός μας ,εεε τι λέτε ; αναφώνησε στο τέλος δήθεν φιλικά.
Και τότε συμφώνησαν όλοι και έτσι φοβισμένοι και ήσυχοι κοίταζαν τον κόσμο μέσα από ωραίες φωτογραφίες και έφυγε η ζωή τους περνώντας τον καιρό τους ανταλλάσσοντας και απόψεις για την ομορφιά ή την ασχήμια των τοπίων με τόση ένταση και πάθος που στο τέλος είχαν πιστέψει ακράδαντα πως είχαν πραγματοποιήσει εκείνη την ωραία εκδρομή που τόσο πολύ επιθυμούσαν .

Όλοι κάπου θέλουμε να φτάσουμε αρκεί να έχουμε αποφασίσει από κοινού σε ένα κοινό στόχο ,αλλά πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα βασίζεται στα υπερτροφικά μας ΕΓΩ και στην έλλειψη θέλησης να συμφωνήσουμε σε μια κοινή βάση και έτσι θα μας εκμεταλλεύεται αρπάζοντας την ευκαιρία προκειμένου να μας καταστήσει αδρανείς και υποχείρια ώστε να μην αντιδράμε σε τίποτα πλέον .

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

AΓΓΙΓΜΑ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

    tumblr_mp678p2U1Z1rxy84yo2_1280.gif
    Μια φορά και ένα καιρό ζούσε στη άκρη του χωριού  μια οικογένεια .Η οικογένεια αυτή είχε  κι ένα μικρο παιδάκι που ήταν πολύ ευτυχισμένο γιατί μεγάλωνε  στη φύση μακρυά από την πολύβουη πόλη δίπλα στο δάσος που του πρόσφερε χαρές που μόνο ένα  παιδί  του χωριού  είχε την ευκαιρία να γευτεί .Το παιδάκι αυτό κάθε πρωί έβγαινε στη αυλή του σπιτιού και ξεκινούσε τη μέρα του γεμάτο προσμονή  για νέες περιπέτειες και νέες ανακαλύψεις .Κάθε μέρα  ήταν μια νέα πρόκληση  και όλα είχαν τη σημασία τους για εκείνο ,τα δένδρα ,τα λουλούδια ,τα πουλιά ,οι χελώνες και ότι ζούσε μέσα στον όμορφο κόσμο του  και κάθε τι το κοιτούσε με ενδιαφέρον και προσοχή .
    Μια μέρα εκεί που καθόταν πέταξε δίπλα του μια πεταλούδα .Ήταν τόσο όμορφη  η πεταλούδα αυτή που στάθηκε να την χαζεύει για ώρα .Η πεταλούδα πέταξε γύρω του χαριτωμένα και μετά από λίγο στάθηκε πάνω σε ένα λουλούδι ανοιγοκλείνοντας τα φτεράκια της .Το μικρο παιδί μαγεμένο απ την ομορφιά της θέλησε να την αγγίξει .Με  μια ζωηρή κίνηση την άρπαξε στα χέρια του χωρίς να υπολογίσει πως οι πεταλούδες έχουν ευαίσθητα μεταξωτά φτερά που εύκολα διαλύονται σε κάθε βίαιο άγγιγμα .Μετά από λίγο σιγουρεμένο πως την είχε φυλακίσει , με   λαχτάρα άνοιξε την χούφτα του που την είχε κλείσει σφιχτά για να την δει καλύτερα και τότε γεμάτο απογοήτευση είδε την πεταλούδα να σπαρταρά με τσαλακωμένα και διαλυμένα  τα φτερά της . Η πεταλούδα τώρα του φάνηκε άσχημη και αποκρουστική ,όμως πριν ξεψυχήσει γεμάτο έκπληξη την άκουσε να του μιλά με ανθρώπινη φωνή και να του λέει  :
  "μάθε πρώτα τη δύναμη σου να μετράς με ευαισθησία και ύστερα δοκίμασε την στον ευαίσθητο κόσμο που αγαπάς ".
   Το παιδάκι στεναχωρεμένο άφησε κάτω τη νεκρή πεταλούδα και έφυγε για το σπίτι του .Εκεί συνέχεια σκεφτόταν τι άραγε ήθελε να του πει η πεταλούδα ,μα τότε δεν μπορούσε να καταλάβει.
   Τα χρόνια πέρασαν ,ζούσε πια στην πόλη μακρυά από τον τόπο που μεγάλωσε ,είχε ήδη φτιάξει την δική του οικογένεια και όπως ήταν φυσικό είχε  ξεχάσει τα λόγια της πεταλούδας .Κάποια μέρα εντελώς τυχαία βρέθηκε στο χωριό του  για δουλειές .Τον έπιασε  μια νοσταλγία και αποφάσισε να πάει στο μέρος όπου συνήθιζε να παίζει σαν παιδί .Έκατσε κάτω απ το ίδιο δένδρο να ξεκουραστεί και να απολαύσει τη φύση που αγαπούσε γυρνώντας στο παρελθόν παρέα με όμορφες αναμνήσεις .
  Ξάφνου εκεί που είχε ήδη απορροφηθεί στις σκέψεις του άκουσε ένα θόρυβο δίπλα από ένα θάμνο εκεί κοντά .Σηκώθηκε και είδε ένα πουλάκι που είχε πιαστεί ανάμεσα στα βάτα .Χωρίς να το καλοσκεφτεί όρμησε και προσπάθησε να το απελευθερώσει κόβοντας τα  κλαριά και δίχως  να υπολογίσει τα αγκάθια που χώνονταν βαθιά μέσα στα χέρια του και ξέσκιζαν τις σάρκες του .Μετά από ώρα κατάφερε να το φτάσει , πήρε απαλά το πουλάκι στα χέρια του ,το κράτησε για  λίγο και μετά το ελευθέρωσε .Εκείνο ευτυχισμένο πέταξε πάνω από το κεφάλι του φέροντας μια γύρα και έφυγε μακρυά .
  Ευχαριστημένος κίνησε για το σπίτι του το πατρικό .Πηγαίνοντας στο δρόμο πρόσεξε πως από τα χέρια του τα δυνατά και ροζιασμένα έτρεχε αίμα και τότε θυμήθηκε  τα λόγια της πεταλούδας της παιδικής του ηλικίας .Είχε μάθει πια και ήξερε πως  να χρησιμοποιεί τη δύναμη του σοφά.
   Γιατί η ευαισθησία είναι δύναμη και η δύναμη θέλει ευαισθησία και ωριμότητα για να είναι χρήσιμη και αποτελεσματική .

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ


Ήμασταν ακόμα στις αρχές του χειμώνα ,Νοέμβριος μήνας και την προηγούμενη μέρα έβρεχε συνεχώς και είχε σφοδρή κακοκαιρία. Έπειτα από ώρες  καθάρισε επιτέλους ο ουρανός, παρ όλα αυτά  είχε πολύ κρύο και υγρασία .Η νύχτα είχε απλώσει τα πέπλα της και ο γάτος κουλουριασμένος στα πόδια μου κοιμόταν ευτυχισμένος ενώ στο τζάκι η δυνατή φωτιά άφηνε στο δωμάτιο μια γλυκιά ζεστασιά . Είχε πανσέληνο εκείνο το βράδυ ,ένα ολόγιομο φεγγάρι σηκώθηκε στο χειμωνιάτικο ουρανό φωτίζοντας με το ασημένιο φως του την οικουμένη ενώ τα αστέρια είχαν χάσει  το φέγγος τους προσκυνώντας την ασημοστόλιστη κυρά  που είχε  την τιμητική της .Πανέμορφη ,απαστράπτουσα ,λαμπερή και ασημοκαπνισμένη ,ανέτειλε σκορπίζοντας  την μοναδική της ενέργεια  σε όλα τα πλάσματα επί της γης και μια παράξενη ησυχία απλώνονταν   στη φύση χαρίζοντας  στην ατμόσφαιρα μια ομορφιά  απόκοσμα μαγική .

Εκείνη η μέρα είχε  περάσει με δυσκολία και ένοιωθα αρκετά κουρασμένη ,νύσταζα  πάρα πολύ  και τα βλέφαρα είχαν βαρύνει από ώρα . Εριξα  άλλο ένα ξύλο στη φωτιά και γύρισα στον καναπέ να τυλιχτώ στην αφράτη κουβέρτα μου ,ήταν νωρίς ακόμα να κοιμηθώ και συνέχισα να ξεφυλλίζω ένα βιβλίο που είχα αρχίσει να διαβάζω από καιρό και το είχα αφήσει στη μέση .

Εκείνη την στιγμή ακριβώς από κάπου μακρυά διέκοψε  απότομα την ηρεμία της νύχτας σκίζοντας την σαν κοφτερό μαχαίρι  ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό που έμοιαζε σαν το ουρλιαχτό ενός λύκου. Παράξενο πως να βρέθηκε εδώ ? να είναι κανένας  μοναχικός λύκος που μαγεμένος από την ομορφιά του φεγγαριού βγήκε να το συντροφεύσει ? μπα αποκλείεται...... είπα από μέσα μου  χαμογελώντας για την ανόητη  σκέψη μου.Δεν έδωσα άλλο πια σημασία, θα παράκουσα σκέφτηκα και τυλίχτηκα και πάλι στη ζεστή μου  κουβερτούλα  .Τα μάτια μου είχαν  αρχίσει ήδη να κλείνουν ,παρ όλα αυτά προσπάθησα να μη κοιμηθώ ,εξ άλλου ήταν πολύ νωρίς ακόμα .Συνέχισα το διάβασμα ,όμως αυτό το ουρλιαχτό  όλο και πλησίαζε , δυνάμωνε και δεν μ άφηνε να ησυχάσω .

Εκείνη τη στιγμή ξαναθυμήθηκα  το παραμύθι που είχα ακούσει κάποτε όταν ήμουν μικρή από τα χείλη της γιαγιάς μου .Το παραμύθι πάνω κάτω έλεγε πως κάθε άνθρωπος και κάθε πλάσμα επί της γης που γεννιέται έρχεται στο κόσμο με ένα καθήκον και ένα σκοπό και έχει την ευθύνη στην διάρκεια της ζωής του να το ανακαλύψει και να το υπηρετήσει με συνέπεια .Και το καθήκον του λύκου ήταν να επιστρέφει για να κρατήσει  μια υπόσχεση που είχε δώσει να συντροφεύει την νεράιδα του φεγγαριού που βγαίνει τις νύχτες κάθε που έχει πανσέληνο.'Η νεράιδα της σελήνης  αλλοπαρμένη και κάτω απ τη επίρρεια της , στήνει ξέφρενο xορό  με ξέπλεκα τα μαλλιά της στα ξέφωτα του δάσους .Τις νύχτες αυτές που η σελήνη   βασιλεύει πάνω στα αστέρια του σύμπαντος κόσμου αυτός ο λύκος της χαρίζει το τρομακτικό ουρλιαχτό του κάτι σαν χειροκρότημα και επιδοκιμασία κάνοντας έντονα αισθητή την παρουσία του από πολύ μακρυά. Γιατί νεράιδα και λύκος δεν πρέπει ποτέ τους να συναντηθούν ,μια πανάρχαια κατάρα που ακόμα τα μάγια της δεν έχουν λυθεί ,τους θέλει μακρυά τον έναν από τον άλλον παρ όλο που κάποτε αυτός ήταν ένα όμορφο γενναίο παλικάρι και εκείνη μια πεντάμορφη κοπέλα και είχαν πολύ αγαπηθεί .Έτσι εδώ και χιλιάδες χρόνια κάθε που έχει φεγγάρι επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία.

Τώρα πια  με το ζόρι κρατιόμουν  να μη βυθιστώ σε ένα γλυκό ύπνο ,όση ώρα προσπαθούσα να θυμηθώ το παραμύθι και δεν ξέρω αν τα κατάφερα τελικά .Την άλλη μέρα σκεφτόμουν έντονα αυτή τη βραδιά και αναρωτιόμουν  αν το ουρλιαχτό που άκουσα ήταν αληθινό ή της φαντασίας μου παιχνίδι . Δεν ξέρω καν αν αποκοιμήθηκα και το είδα σε όνειρο,πάντως εκείνη τη νύχτα  και με εκείνο το φεγγάρι ,είχα την αίσθηση πως ,όνειρα, φαντασία και παραμύθι  κάτω απ την σφοδρή επιρροή της σελήνης μπορεί και να έγιναν στιγμιαία μια πραγματικότητα .Εσείς τι λέτε ,θα μπορούσε να ήταν αλήθεια  ή το φαντάστηκα  ?